Ψυχολογία θανάτου Α΄ – Η αντιμετώπιση του θνήσκειν
Το Θνήσκειν
Οι άνθρωποι που πεθαίνουν είναι ζωντανοί. |
Η αντιμετώπιση ενός γεγονότος εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο έχει μάθει να αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις στη ζωή του. Στην αντιμετώπιση του θνήσκειν ο πρώτος που σκεπτόμαστε είναι ο άνθρωπος που πεθαίνει, χωρίς όμως να είναι ο μόνος. Είναι η οικογένεια του ανθρώπου που πεθαίνει, οι φίλοι του, καθώς και το ιατρικό/νοσηλευτικό προσωπικό.
Στην αντιμετώπιση του θανάτου υπάρχουν δύο καθοριστικοί παράγοντες:
- Η πορεία προς το θάνατο
- και αν όσοι εμπλέκονται γνωρίζουν τα γεγονότα και τα συζητούν.
Η πορεία προς το θάνατο μπορεί να είναι αργή, σταδιακή με ένα ιστορικό υποτροπών ή μπορεί να είναι βραχεία. Το πόσο ενημερωμένος είναι ο άνθρωπος που πεθαίνει επηρεάζει τις κοινωνικές του σχέσεις αλλά και την αντιμετώπισή του.
Α. Η πορεία του ατόμου προς το θάνατο
Το πιο γνωστό μοντέλο στην αντιμετώπιση του θανάτου είναι της ψυχιάτρου Elizabeth Kübler Ross (1969). Σύμφωνα με την Kübler Ross η ψυχική διεργασία που βιώνει το άτομο καθώς πορεύεται προς το θάνατο χαρακτηρίζεται από πέντε στάδια:
- Στάδιο της άρνησης («Όχι! Δεν μπορεί να συμβαίνει σε μένα αυτό. Κάποιο λάθος θα έγινε στη διάγνωση…»). Στην αρχική φάση η άρνηση αποτελεί ένα φυσιολογικό μηχανισμό άμυνας που λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για το άτομο το οποίο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ως απειλητική ή οδυνηρή. Έτσι λοιπόν αρνείται το γεγονός της αρρώστιας ή και των επιπτώσεών της. Υπάρχουν διάφορα επίπεδα άρνησης: άρνηση που αφορά τα γεγονότα (συμπτώματα, διάγνωση, ενδείξεις υποτροπής/ αναπηρίας), άρνηση που αφορά τις επιπτώσεις της αρρώστιας, άρνηση που μπορεί να αφορά την πιθανότητα θανάτου. Στις αρχικές φάσεις της αρρώστιας η άρνηση αποτελεί μια συχνή και φυσιολογική αντίδραση. Μερικές φορές μάλιστα μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα, καθώς επιτρέπει στον άρρωστο να θέτει μακροπρόθεσμους στόχους και να προγραμματίζει τη ζωή του. Όταν όμως η άρνηση παρατείνεται μέσα στο χρόνο τότε μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, καθώς μπορεί ο άρρωστος να μην τηρεί τις ιατρικές συμβουλές ή να πηγαίνει από γιατρό σε γιατρό μη αποδεχόμενος τη διάγνωση της αρρώστιας.
- Στάδιο του θυμού («Γιατί να τύχει αυτό το κακό σε εμένα;»). Αυτή η έκφραση συνοδεύεται από θυμό και πικρία που πηγάζει από μια βαθύτερη αίσθηση αδικίας, αδυναμίας και έλλειψης ελέγχου. Αποτελεί μια φυσιολογική αντίδραση ενός ανθρώπου που είναι υποχρεωμένο να δεχθεί ξαφνικά ότι η ζωή του άλλαξε ριζικά και το μέλλον του χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα. Κάθε «γιατί» κρύβει πίκρα και θυμό. Συχνά μεταθέτουν το θυμό τους προς τους άλλους (συγγενείς, φίλους, νοσηλευτικό προσωπικό) ή τον διοχετεύουν προς τον ίδιο τους τον εαυτό βιώνοντας έτσι έντονες ενοχές. Ο Doca (1993) διακρίνει τρεις μορφές ενοχών: α) Το άτομο με τη συμπεριφορά ή τον τρόπο ζωής του προκάλεσε την αρρώστια. β) Το άτομο ερμηνεύει την αρρώστια ως «τιμωρία» για μη αποδεκτές/ μη ηθικές πράξεις. γ) Επίσης, μπορεί να βιώνει ενοχές για τις ευκαιρίες που έχασε (π.χ. να κάνει παιδιά) και για τους στόχους που δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει. Οι ενοχές του συνδέονται με το γεγονός ότι αρρώστησε, ότι αποτελεί «βάρος» για την οικογένεια και ότι προκαλεί πόνο και θλίψη στους αγαπημένους του. Παρόλο που ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα δημιουργεί εντάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις με αποτέλεσμα να απομονώνει τον άρρωστο σε μια περίοδο που έχει ανάγκη υποστήριξης. Μερικές φορές ο θυμός χρησιμοποιείται εποικοδομητικά από τον άρρωστο και μπορεί μ’ αυτόν τον τρόπο να διεκδικεί ενημέρωση ή φροντίδα.
- Στάδιο διαπραγμάτευσης («Ναι μεν… αλλά….»). Η διαπραγμάτευση παρέχει στο άτομο τη ψευδαίσθηση ότι αποφεύγοντας ή επιδιώκοντας ορισμένες πράξεις μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτρέψει την αρνητική εξέλιξη της αρρώστιας ή και το θάνατο. Η διαπραγμάτευση μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις όταν το άτομο υιοθετεί συμπεριφορές που βοηθούν την υγεία του, αλλά και αρνητικές όταν η πίστη του ατόμου στο Θεό ή στο γιατρό κλονίζεται και δεν έχει αυτή τη στήριξη που προσδοκούσε από την οποία να αντλεί δύναμη και κουράγιο.
- Στάδιο της κατάθλιψης («Ναι… η ζωή μου απειλείται, μπορεί να πεθάνω»). Ο άρρωστος αρχίζει να δέχεται πια ότι θα πεθάνει. Η κατάθλιψη μπορεί να είναι «αντιδραστική», όταν οφείλεται σε απώλειες που βιώνει μέσα στο παρόν, καθώς συγκρίνει πως ήταν στο παρελθόν και πώς είναι τώρα ή «προπαρασκευαστική», όταν αναλογίζεται τις επικείμενες απώλειες εν όψει της πιθανότητας του θανάτου (π.χ. επιδείνωση υγείας, αποχωρισμός από αγαπημένα πρόσωπα). Η κατάθλιψη εκδηλώνεται με διάφορα συμπτώματα όπως θλίψη, απώλεια ενέργειας, απαισιοδοξίας, απόγνωσης, απόσυρσης από κοινωνικές σχέσεις. Οι φυσιολογικές αυτές αντιδράσεις είναι παροδικές και όταν το άτομο ενθαρρύνεται να εκφράσει τα συναισθήματα του, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να τα κατανοήσει, να τα αποδεχθεί και να λάβει τη στήριξη που χρειάζεται.
- Στάδιο της αποδοχής (« ……………..»). Στο στάδιο αυτό ο άρρωστος διακρίνεται από μια εσωτερική ηρεμία. Παύει να αγωνίζεται για να σωθεί και προοδευτικά συμφιλιώνεται με την ιδέα του θανάτου, χωρίς να παραιτείται από την επιδίωξη συνθηκών που του εξασφαλίζουν αξιοπρέπεια και ποιότητα στις τελευταίες μέρες της ζωής του. Η λεκτική επικοινωνία είναι συνήθως περιορισμένη, ενώ το βλέμμα και η συμπεριφορά του εκφράζουν την αποδοχή της κατάστασης του.
Η Kübler Ross ισχυρίζεται ότι τα προαναφερθέντα στάδια δεν διαδέχονται το ένα το άλλο αυστηρά, αλλά συχνά συνυπάρχουν ή επανεμφανίζονται σε διάφορες φάσεις της αρρώστιας. Στην ουσία αυτό που λέει η Kübler Ross είναι ότι ένα άτομο που πεθαίνει βιώνει μια στρεσσογόνο κατάσταση που προκαλεί έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις. Τρία είναι τα σημαντικά μηνύματα που προκύπτουν από τη θεωρία της:
- Κάθε άτομο που βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ζωής του και πεθαίνει δεν παύει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός που έχει ανάγκες, μεταξύ των οποίων και την ανάγκη να επιλύσει ορισμένες εκκρεμείς υποθέσεις προτού πεθάνει.
- Για να είμαστε αποτελεσματικοί στη φροντίδα που παρέχουμε στο άτομο που πεθαίνει πρέπει να είμαστε σε θέση να ακούμε προσεκτικά αυτό που εκφράζει άμεσα ή έμμεσα ή συμβολικά, και να καθοδηγούμαστε από τον ίδιο τον άρρωστο, αντί να οδηγούμε εμείς την πορεία του.
- Η ελπίδα του αρρώστου δεν χάνεται μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, αλλά παίρνει άλλη μορφή. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να μην ελπίζει ότι θα γίνει καλά, αλλά ότι θα προλάβει να γυρίσει σπίτι του και να ζήσει το Χριστούγεννα μαζί με τους αγαπημένους του. Αυτές οι «μικρές ελπίδες» δίνουν νόημα και προοπτική στη ζωή που απομένει.
Το θεωρητικό μοντέλο της Kübler Ross δυστυχώς παρερμηνεύθηκε από μέλη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, οι οποίοι προσπαθούν να ταξινομήσουν τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις κάθε αρρώστου στο ανάλογο στάδιο, παραβλέποντας πόσο μοναδικός και ανεπανάληπτος είναι κάθε άνθρωπος.
Μερικοί επιστήμονες, που έχουν κατά καιρούς ασκήσει κριτική στο μοντέλο της Kübler Ross, ισχυρίζονται ότι: 1) δεν έχουν γίνει έρευνες που να επαληθεύουν τα στάδια που περιγράφει η Kübler Ross, 2) η κλινική πράξη δεν επιβεβαιώνει ότι οι ασθενείς διέρχονται από το ένα στάδιο στο άλλο, και 3) η προσωπική ζωή του καθενός καθώς και τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο βιώνει την πορεία του προς το θάνατο παραγνωρίζονται.
Β. Η πορεία του ατόμου προς το θάνατο και η φροντίδα του
Μια πιο σύγχρονη θεώρηση σχετικά με την αντιμετώπιση της πορείας του ατόμου προς τον θάνατο είναι αυτή που προτείνει ο Charles Corr (1992), σύμφωνα με την οποία κάθε άτομο που πεθαίνει καλείται να αντιμετωπίσει ορισμένα καθήκοντα, έργα ή στόχους (tasks) σε τέσσερα βασικά επίπεδα:1) το οργανικό, 2) το ψυχολογικό, 3)το κοινωνικό, 4)το πνευματικό. Αυτή η προσέγγιση ουσιαστικά υποστηρίζει ότι το άτομο που πεθαίνει είναι ενεργό και ικανό να αποφασίζει ποιους στόχους θα θέσει, πότε και πως θα διευθετήσει τις προκλήσεις που προβάλλουν.
1. Οργανικό επίπεδο. Εδώ το άτομο καλείται να ικανοποιήσει βασικές σωματικές ανάγκες και συχνά τη δυσφορία. Πρέπει να αντιμετωπίσει τον πόνο, την τάση προς εμετό, τη δυσκοιλιότητα. Οι βιολογικές ανάγκες είναι σημαντικές γιατί επηρεάζουν και την ποιότητα της ζωής, αλλά και τη λειτουργία του ατόμου. Αναφορικά με τον πόνο, οι McCaffery και Bebee (ό. α. στο Παπαδάτου & Αναγνωστόπουλος, 1999) δίνουν τον εξής ορισμό:«πόνος είναι οτιδήποτε το άτομο λέει ότι βιώνει και υπάρχει οποτεδήποτε αναφέρει ότι υπάρχει». Πιο απλά, ο πόνος αποτελεί μια υποκειμενική εμπειρία που επηρεάζεται από ένα σύνολο ψυχολογικών παραγόντων. Μερικοί από αυτούς περιλαμβάνουν:
- Την ερμηνεία που δίνει το άτομο στον πόνο του η οποία με τη σειρά της επηρεάζει την ανοχή και τον τρόπο που αντιδρά σε αυτόν.
- Την προσοχή που επικεντρώνει στον πόνο του ή την απόσπαση της προσοχής με την ενασχόληση με δραστηριότητες ή και ενδιαφέροντα που μειώνουν την αίσθηση του πόνου.
- Το άγχος και την αίσθηση ελέγχου που μπορεί να ασκήσει πάνω στον πόνο.
- Τις προσδοκίες που έχει σχετικά με τις επιπτώσεις του πόνου και τη δυνατότητα ανακούφισης από τον πόνο.
- Τους πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ερμηνεία, αντίληψη και ανοχή στον πόνο.
- Τη στάση του ατόμου πάνω στον πόνο που εκπηγάζει από παιδικές εμπειρίες και από μια διαδικασία μάθησης που προέκυψε στα πλαίσια αυτών των εμπειριών.
Η μελέτη του πόνου έχει απασχολήσει του επιστήμονες τα τελευταία χρόνια. Διακρίνουν δύο μεγάλες κατηγορίες πόνου:1) τον οξύ πόνο, και 2) το χρόνιο πόνο. Ο οξύς πόνοςείναι συνήθως παροδικός και οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο τραυματισμό ή οργανική βλάβη. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμος, καθώς συμβάλλει στον προσδιορισμό της διάγνωσης και θεραπευτικής παρέμβασης και προστατεύει το άτομο από την έκθεση σε κίνδυνο. Σε αντίθεση, ο χρόνιος πόνος δεν εξυπηρετεί τις ίδιες λειτουργίες με τον οξύ, αφού παρεμβαίνει στην καθημερινή ζωή του ατόμου, προκαλεί μια σειρά από ψυχοκοινωνικά προβλήματα, και συνήθως, συνοδεύεται από αυξημένο άγχος και κατάθλιψη που με τη σειρά τους μεγεθύνουν την αίσθηση του πόνου και μειώνουν τα επίπεδα ανοχής σε αυτόν.
2. Ψυχολογικό επίπεδο, όπου το άτομο καλείται να ικανοποιήσει την ανάγκη του για αυτονομία, ψυχολογική ασφάλεια, αυτοέλεγχο. Ταυτόχρονα τα αισθήματα θυμού, θλίψης, άγχους, κατάθλιψης φέρνουν συχνά σε αμηχανία το προσωπικό υγείας. Η διεργασία του θρήνου είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και σημαντική, γιατί επιτρέπει στο άτομο να προετοιμασθεί ψυχικά για τον επικείμενο θάνατό του. Η ενθάρρυνση στην έκφραση των οδυνηρών συναισθημάτων από το προσωπικό υγείας και η αναγνώριση του θρήνου χωρίς να κρίνουν, να συμβουλεύουν ή να επιβάλλουν τις προσωπικές τους απόψεις στηρίζει ουσιαστικά τον άρρωστο. Συχνά επικρατεί η εσφαλμένη άποψη ότι κάθε συζήτηση που φέρνει στην επιφάνεια τα αρνητικά συναισθήματα είναι αρνητική για τον ασθενή. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται μια προσπάθεια να αποφευχθούν παρόμοιες συζητήσεις και να απωθηθούν τα συναισθήματα του αρρώστου. Συνήθως κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν προστατεύεται ο άρρωστος, αλλά το προσωπικό υγείας από τη δυσφορία που του προκαλούν τα συναισθήματα του αρρώστου. Ο μόνος τρόπος ο άρρωστος να ανακουφιστεί από τον ψυχικό πόνο που βιώνει είναι να αναγνωρίσει και να συμφιλιωθεί με τα συναισθήματά του εκφράζοντάς τα σε κάποιον που είναι πρόθυμος να ακούσει. Στο τελικό στάδιο, το άγχος και οι φόβοι του αρρώστου σε σχέση με το θάνατο αυξάνονται. Μια προσπάθεια να ταξινομηθούν οι φόβοι αυτοί είναι η παρακάτω (Leming & Dickinson, ό.α. στο Παπαδάτου & Αναγνωστόπουλος, 1999):
Φόβοι που αφορούν την περίοδο που οδηγεί στο θάνατο (process of dying) | Φόβοι που αφορούν το γεγονός του θανάτου και την κατάσταση του νεκρού (state of being dead) |
|
|
3. Κοινωνικό επίπεδο, όπου οι στόχοι περιλαμβάνουν τη διατήρηση και εξασφάλιση των σημαντικών σχέσεων για το άτομο. Καθώς το άτομο πλησιάζει προς το θάνατο αρχίζει να αποσύρεται συναισθηματικά και να αποδεσμεύεται σταδιακά από τις σχέσεις του με αγαπημένα πρόσωπα. Και ενώ έχει ανάγκη να νοιώθει τους άλλους γύρω του, μειώνει την επικοινωνία μαζί τους, μιλάει λιγότερο, κοιμάται περισσότερο. Συχνά οι συγγενείς παρερμηνεύουν αυτή την εσωστρέφεια και νομίζουν ότι «δεν τους θέλει». Η απόσυρση αυτή όμως προετοιμάζει το άτομο για το τέλος και μειώνει τον πόνο για τον αποχωρισμό.
Δυστυχώς το σύστημα υγείας, αλλά και ευρύτερα η σύγχρονη κοινωνία συχνά αντιμετωπίζουν τον άρρωστο που πεθαίνει με αποστροφή και με φόβο, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιείται μέσα στον ίδιο χώρο που νοσηλεύεται («κοινωνικός θάνατος»). Παράλληλα, οι πόρτες των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας παραμένουν κλειστές για τους συγγενείς, με αποτέλεσμα ο άρρωστος να νοιώθει ότι εγκαταλείπεται τις τελευταίες μέρες της ζωής του στα χέρια εξειδικευμένου προσωπικού που το γνωρίζει ελάχιστα.
4. Πνευματικό επίπεδο, όπου οι στόχοι αφορούν το να δώσει νόημα ο άρρωστος στη ζωή του καθώς και στις εμπειρίες που βιώνει. Ο άρρωστος που πεθαίνει βιώνει μια βαθιά υπαρξιακή κρίση. Θρηνεί ότι χάνει τον εαυτό του, το σκοπό και το νόημα της ζωής του. Ταυτόχρονα αναζητά τρόπους να υπερβεί αυτό το τέλος. Αυτή την υπέρβαση επιδιώκει μέσα από την ικανοποίηση τριών βασικών πνευματικών αναγκών:
- Ανάγκη να δώσει νόημα στη ζωή του. Στην ανάγκη αυτή το άτομο ανταποκρίνεται ολοκληρώνοντας την ανασκόπηση της ζωής του. Σε ένα συμβολικό επίπεδο ξαναγράφει την ιστορία του και ερμηνεύοντας το παρελθόν υπό το πρίσμα μιας νέας οπτικής όπου θετικές και αρνητικές εμπειρίες αποκτούν ένα νόημα. Η ανασκόπηση αυτή της ζωής του επιτρέπει να νοιώσει ότι ήταν σημαντικός και ότι η ζωή του είχε αξία. Οι μελέτες δείχνουν ότι ο άρρωστος που αποδίδει νόημα στη ζωή του βιώνει λιγότερο άγχος θανάτου. Άλλοτε πάλι η ανασκόπηση της ζωής φέρνει στην επιφάνεια πίκρα, θυμό, ενοχές για ορισμένες αποφάσεις και πράξεις, απογοήτευση για χαμένες ευκαιρίες και τους στόχους που δεν ολοκληρώθηκαν ή για τις συγκρούσεις που έμειναν άλυτες (Βλ. Ιβάν Ίλιτς).
- Ανάγκη να έχει έναν «καλό θάνατο». «Καλός» είναι εκείνος ο θάνατος που ορίζει ο ίδιος ο ασθενής. Θεωρεί «καλό» ή «κατάλληλο» το θάνατο, όταν μπορεί να ζήσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του μέσα σε συνθήκες που είναι σύμφωνες με τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τον τρόπο που πάντα αντιμετώπιζε τις προκλήσεις της ζωής. Για μερικούς ασθενείς ο θάνατος είναι «αξιοπρεπής», όταν επέρχεται στο χώρο του σπιτιού, για άλλους όταν επέρχεται στο χώρο του Νοσοκομείου, για ορισμένους όταν περιβάλλονται από συγκεκριμένα αγαπημένα πρόσωπα. Οι επιστήμονες επισημαίνουν πόσο σημαντικό είναι το κάθε άτομο να επιλέγει πως θα ζήσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
- Η ανάγκη για ελπίδα … πέρα από το θάνατο. Σημαντική πνευματική ανάγκη κάθε αρρώστου που βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ζωής του είναι να βρει ή να διατηρήσει ζωντανή την ελπίδα ότι υπάρχει ζωή μετά θάνατο, ή όταν δεν πιστεύει στη μετά θάνατο ζωή ότι αφήνει κάτι πίσω του που θα εξακολουθεί να υπάρχει όταν εκείνος δεν θα ζει (π.χ. απογόνους, έργα).
« … Γνωρίζω πως θα πεθάνω μια μέρα, παρόλο που δεν γνωρίζω το πώς και το πότε. Το γνωρίζω κάπου βαθιά μέσα μου. Γνωρίζω πως μια μέρα θα πρέπει να εγκαταλείψω τους δικούς μου, εκτός και αν εκείνοι με εγκαταλείψουν πρώτοι. Παραδόξως, αυτή η μύχια και βαθιά γνώση είναι ό ,τι έχω κοινό με όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα. Γι’ αυτό ο θάνατος του συνανθρώπου μου με αγγίζει. Μου επιτρέπει να εισέλθω στην ουσία της μοναδικής και πραγματικής ερώτησης: ποιο είναι επιτέλους το νόημα της ζωής μας;…
Ο θάνατος, αυτός που θα ζήσουμε μια μέρα, αυτός που χτυπάει τους συγγενείς μας ή τους φίλους μας, είναι πιθανόν αυτός που μας ωθεί να μην ικανοποιούμαστε ζώντας τα πράγματα και τους συνανθρώπους μας επιφανειακά, είναι αυτός που μας ωθεί να εισχωρήσουμε στα μύχια της ψυχής τους.
Μετά από τόσα χρόνια συνοδείας (ψυχολογικής στήριξης) ανθρώπων που ζουν τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους, δεν γνωρίζω περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν καθαυτόν τον θάνατο, αλλά η εμπιστοσύνη μου στη ζωή δεν έχει σταματήσει να μεγαλώνει. Χωρίς αμφιβολία, ζω πιο έντονα αυτό που μου αναλογεί να ζήσω. Χαρές και λύπες, σε όλο τους το βάθος, αλλά και όλα τα μικρά, καθημερινά πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα, όπως η αναπνοή ή το βάδισμα.
Πιθανώς να προσέχω περισσότερο αυτούς που με περιβάλλουν, επειδή έχω συνειδητοποιήσει πως δεν θα τους έχω για πάντα δίπλα μου, επιθυμώ να τους ανακαλύψω και να συμβάλλω όσο περισσότερο μπορώ στο να γίνουν αυτό για το οποίο προορίζονται …
… Ακόμα καλύτερα, πιστεύω πως συμβάλλω στην εξέλιξη της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που, αντί να αρνείται τον θάνατο, διδάσκεται πως να τον εντάσσει στη ζωή. Μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας που, έχοντας συνείδηση της θνητής υπόστασής μας, θα σεβόταν περισσότερο την αξία της ζωής» …
Marie de Hennezel (2007)
Ο μύχιος θάνατος: Οι ετοιμοθάνατοι μας μαθαίνουν τη ζωή
Βιβλιογραφία:
- Αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις, (2004). Ο Θάνατος ενός φίλου, τόμος Α΄, βιβλίο IV (σσ. 198-204), 4η έκδ. Αθήνα: Πατάκη.
- Corr, C. A. (1992). A task-based approach to coping with dying. Omega, 24, 81-94.
- De Hennezel, M. (2007). Ο μύχιος θάνατος: Οι ετοιμοθάνατοι μας μαθαίνουν τη ζωή. Αθήνα: Κοάν.
- Kübler Ross, E. (1969). On Death and Dying. New York: Macmillan.
- Παπαδάτου, Δ. (1999). Ο άρρωστος που πεθαίνει και το άμεσο περιβάλλον του. Στο Δ. Παπαδάτου & Φ. Αναγνωστόπουλος, Η Ψυχολογία στο χώρο της Υγείας (σσ.134-172), θ΄ έκδ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Παπαληγούρα Ζαΐρα. Η Ψυχολογία του Θανάτου και του Πένθους, Corpus 2007, Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη: Ξηρογραφία.
- Τολστόι, Λ. (1989). Ο θάνατος του Iβάν Ίλιτς. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
- Yalom, I. D. (2008). Στον Κήπο του Επίκουρου. Αθήνα: Άγρα.
- Doca, Κ. (1993). Living with Life Threatening Illness. New York: Lexington Books – Macmillan Inc.
Χρήσιμοι Σύνδεσμοι:
- www.merimna.org.gr (Εταιρεία για τη Φροντίδα Παιδιών και Οικογενειών στην Αρρώστια και το Θάνατο).