Αμοιβή Ψυχολόγου και Ακύρωση Συνεδρίας από τον Θεραπευόμενο
Μια συνηθισμένη πρακτική κατά την ψυχοθεραπεία είναι η καταβολή αμοιβής στον ψυχολόγο για συνεδρία που έχει ακυρωθεί από τον θεραπευόμενο και ιδίως σε περιπτώσεις όπου ο θεραπευόμενος, δεν έχει έγκαιρα ενημερώσει για την πρόθεση ακύρωσης του ραντεβού.
Η πρακτική αυτή έχει τις ρίζες της στην ψυχανάλυση, λαμβάνει ωστόσο διαφορετικές διαστάσεις και χρήσεις, ανάλογα με την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση και την μεθοδολογία του εκάστοτε ψυχοθεραπευτή.
Το συγκεκριμένο θέμα, έχει γίνει αντικείμενο μεγάλων συζητήσεων για το κατά πόσο κρίνεται σκόπιμο. Κάποιοι θεωρούν πως η αμοιβή κατά την ακύρωση ραντεβού, είναι θέμα ορίων και άρα κομμάτι της θεραπείας ενώ άλλοι διαφωνούν με αυτή την πρακτική.
Υπάρχουν ειδικοί που χρεώνουν τη συνεδρία σε κάθε περίπτωση ακύρωσης, άλλοι τη χρεώνουν σε περίπτωση που η ακύρωση γίνει τις τελευταίες 24 ώρες, άλλοι όταν η ακύρωση γίνει χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και άλλοι δεν χρεώνουν την ακύρωση, ότι κι αν έχει προηγηθεί.
Η γνώμη των ειδικών ψυχικής υγείας για την ακύρωση συνεδρίας από τον θεραπευόμενο
Επικοινωνήσαμε με 3 ειδικούς ψυχικής υγείας, επιστημονικούς συνεργάτες του psychology.gr και ζητήσαμε τη γνώμη τους για το θέμα. Παραθέτουμε τις απαντήσεις τους:
Το ζήτημα των ακυρώσεων και της αμοιβής του ψυχοθεραπευτή είναι πιο πολύπλοκο απ’οτι ακούγεται, ανέφερε η Αντιγόνη Γαρυφαλλάκη, Ψυχολόγος και επιστημονική συνεργάτιδα του E-Psychology.
Προσωπικά, με έχει απασχολήσει πολύ, ιδιαίτερα σε εποχές οικονομική δυσχέρειας, όπου η θεραπεία είναι για πολλούς ανθρώπους πολυτέλεια. Από την άλλη, ο ορισμός του πλαισίου, μέσα στο οποίο γίνεται η θεραπεία, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της θεραπευτικής σχέσης. Είναι χρήσιμο, λοιπόν, από την πρώτη συνεδρία να ορίζεται στο συμβόλαιο η τακτική του θεραπευτή και να εξηγούνται οι λόγοι που μπαίνουν τα όρια. Η προσωπική μου τοποθέτηση και πρακτική είναι η ακύρωση να γίνεται γνωστή 24 ώρες νωρίτερα, σε αντίθετη περίπτωση η συνεδρία θα πρέπει να πληρώνεται. Ωστόσο, αυτό το όριο δεν μπορεί να είναι άκαμπτο. Σε κάθε περίπτωση, συνεχείς ακυρώσεις θα πρέπει να γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας μέσα στο πλαίσιο της θεραπευτικής διαδικασίας προκειμένου να συζητηθούν πιθανές αντιστάσεις ή άμυνες του θεραπευόμενου στη διαδικασία της αλλαγής.
Ο Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής εκπαιδευμένος στη θεραπεία Gestalt, ανέφερε:
Η καταβολή αμοιβής στον ψυχολόγο για συνεδρία που έχει ακυρωθεί από τον θεραπευόμενο, είναι μία πρακτική η οποία, ως πολύ γενική ιδέα, είναι όντως θέμα ορίων (απαραίτητων για να λειτουργήσει η ψυχοθεραπεία) και, επίσης, κομμάτι της θεραπείας. Αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται εδώ.
Ιστορικά, είναι μία πρακτική που ξεκίνησε από την ψυχανάλυση, η οποία ήταν η πρώτη μορφή ψυχοθεραπείας αλλά, πλέον, δεν είναι η μοναδική. Τα διάφορα ψυχοθεραπευτικά συστήματα, αξιωματικά, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη φιλοσοφική βάση στην οποία στηρίζει το κάθε σύστημα τους στόχους, τη δομή και τη μεθοδολογία (την πράξη του).
Οπότε, ανάλογα με αυτήν τη φιλοσοφική βάση, μία συγκεκριμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση αντιλαμβάνεται διαφορετικά τις έννοιες “όρια” και “κομμάτι της θεραπείας” και, ανάλογα με το πώς τις αντιλαμβάνεται, προσδιορίζει το πως θα εφαρμόσει αυτήν την πρακτική.
Επομένως, ενώ η πρακτική αυτή έχει όντως βάση ως γενική ιδέα, όμως τόσο νοείται όσο και εφαρμόζεται διαφορετικά στα διάφορα ψυχοθεραπευτικά συστήματα. Ας πούμε, στις περισσότερες ανθρωπιστικές προσεγγίσεις όπως είναι η θεραπεία Gestalt με την οποία δουλεύω, θεωρεί ότι η έκφραση “κομμάτι της θεραπείας” νοείται φιλοσοφικά με την υπαρξιακή διάσταση της έννοιας “ευθύνη”. Δηλαδή, εξακολουθώ να έχω ευθύνη της ζωής μου και των επιλογών μου, ακόμα και αν δεν ευθύνομαι για τα φυσικά γεγονότα που την ορίζουν.
Αν πατήσω μία μπανανόφλουδα ένα τετράγωνο πριν το γραφείο του θεραπευτή και σπάσω το πόδι μου, δεν ευθύνομαι για το ατύχημα, αλλά δεν παύω να έχω ευθύνη της ζωής μου και της ακύρωσης της συνεδρίας ακόμα και με σπασμένο πόδι.
Τώρα, το αν θα πληρώσω ή όχι τη συνεδρία, σ’ αυτές τις προσεγγίσεις, είναι καθαρά ζήτημα της κάθε μιας θεραπευτικής σχέσης και περίπτωσης θεραπευόμενου.
Προσωπικά, ως θεραπευτής, ενεργώ κατά περίσταση. Αν ο θεραπευόμενος δεν είναι χειριστικός και έχει την ευθύνη της ζωής του, δεν θα ζητήσω την αμοιβή.
Ο λόγος; Μα, στη ζωή συμβαίνουν ούτως ή άλλως απρόοπτα κάθε στιγμή. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω ένα τέτοιο απρόοπτο για να ”δείξω” στον θεραπευόμενο κάτι που ήδη γνωρίζει ως στάση ζωής.
Αντίθετα, η μη καταβολή της αμοιβής λόγω της κατανόησής μου και η υπαρξιακή εξερεύνηση θεμάτων όπως πόσο μικρός είναι ο έλεγχος μας στα φυσικά γεγονότα, είναι μία στάση θεραπευτική που κρατά πάλι το γεγονός της ακύρωσης ως “κομμάτι της θεραπείας”. Όμως, η στάση αυτή το διαχειρίζεται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι αν θεωρούσε την καταβολή της αμοιβής υποχρεωτική ανεξαρτήτως περίστασης.
Τη ρευστότητα της εφαρμογής αυτής της πρακτικής τη συζητώ με τον θεραπευόμενο από την πρώτη κιόλας συνεδρία. Συμφωνούμε ότι αν ποτέ προκύψει κάτι τέτοιο, θα αποφασίσουμε ΜΑΖΙ τη διαχείρισή του, ανάλογα με το θα έχει συμβεί. Σημειώνω ότι το “μαζί” είναι εξαιρετικά σημαντικό στη θεραπεία Gestalt, η οποία είναι καθαρά και κυριολεκτικά σχεσιακή – στηρίζεται στη δυναμική της θεραπευτικής σχέσης.
Αν τώρα νιώσω τάσεις χειρισμού από κάποιον θεραπευόμενο ο οποίος διαρκώς ακυρώνει συνεδρίες και κάνει κατάχρηση της κατανόησης, του λέω πάντα, πρώτα τι βλέπω, χωρίς ετυμηγορίες και ερμηνείες γι’ αυτό που βλέπω.
Στη συνέχεια, το δουλεύουμε ΜΑΖΙ και βλέπουμε με τι μπορεί να συνδέεται η ακύρωση – κι αυτό το κάνω ακόμα και όταν δεν πρόκειται για ακύρωση μόνο της τελευταίας στιγμής. Το κάνω ακόμα και όταν ένας θεραπευόμενος συνεπής, αρχίζει ξαφνικά να αλλάζει συμπεριφορά, οπότε αυτό δεν μπορεί να σημαίνει παρά πως κάτι αλλάζει στον ίδιο και κάτι άλλο χρειάζεται από τη θεραπευτική μας σχέση.
Τις περισσότερες φορές, και μόνο που ανοίγει και συζητείται το θέμα, είναι αρκετό. Αν όμως μαζί ανακαλύψουμε κάποιες κρυμμένες δυναμικές στη στάση του, κάνουμε πάλι συμφωνία.
Για παράδειγμα, ότι ύστερα από μία ακόμα ακύρωση θα καταβάλλει την αμοιβή ό,τι και να έχει γίνει. Ή, ότι κάθε δύο ή τρεις ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής θα καταβάλλει μία συνεδρία. Ή, ορίζουμε ένα συμβολικό ποσό, χαμηλότερο από τη κανονική αμοιβή.
Όμως ΠΟΤΕ, τίποτα από όλα αυτά δεν γίνεται τιμωρητικά και ούτε σαν ο θεραπευόμενος να διαπραγματεύεται με κάποια εξουσία για να γίνει “καλό παιδί” και να συμμορφωθεί.
Η θεραπεία δεν είναι η“Δίκη”, του Φραντς Κάφκα ούτε επιβάλλει “ποινές” για κανενός είδους ενοχή.
Τα σχετικά γεγονότα είναι πολλά. Μία φορά, αφού δουλέψαμε το θέμα δύο διαδοχικών ακυρώσεων, ένας νέος θεραπευόμενος, με ευχαρίστησε για την κατανόηση και μου ζήτησε και δανεικά! Μία άλλη φορά, μία θεραπεία που φαινόταν σίγουρα καταδικασμένη, όχι μόνο σώθηκε αλλά και απογειώθηκε με τη συμβολική καταβολή 1 μόνο ευρώ σε κάθε ακύρωση.
Ο Γρηγόρης Βασιλειάδης, ψυχολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του E-Psychology, ανέφερε τα εξής:
Τα λεφτά στην ψυχοθεραπεία δεν είναι ποτέ απλά και μόνο «λεφτά», αλλά και μια «οθόνη» πάνω στην οποία εύκολα προβάλουμε τις προβληματικές συνιστώσες της ύπαρξής μας. Τις απωθημένες και ανεπίλυτες ψυχικές μας συγκρούσεις και τραύματα, τα ασυνείδητα πυρηνικά εσωτερικά μας διλήμματα.
Αν και είναι γενικά ένας καθρέφτης του ποιοι ανά πάσα στιγμή είμαστε ενδοψυχικά, ταυτόχρονα είναι κι ένα βασικό μέσο ανταλλαγής ενέργειας και διαβίωσης στην καθημερινότητα.
Όταν πας στον μπακάλη, στο σούπερ μάρκετ, στο κομμωτήριο, ακόμα στον γιατρό πληρώνεις ένα ποσό. Αυτό το ποσό είναι το αντίτιμο της υπηρεσίας που σου παρέχεται από τον εκάστοτε επαγγελματία. Τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό.
Στην ψυχοθεραπεία τα πράγματα όμως είναι αρκετά διαφορετικά.
Το ποσό που καλείσαι να πληρώσεις –όπως και καθετί άλλο διαμείβεται μέσα στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία- έχει συμβολικές αντιστοιχήσεις μέσα σου τις οποίες, αν θες πραγματικά να δουλέψεις για να προχωρήσεις αυτογνωστικά, χρειάζεται να τις δεις, να τις αποκωδικοποιήσεις, και με την βοήθεια του θεραπευτή να τις αποδώσεις το ενδοψυχικό νόημα που τις αναλογεί.
Πάντοτε, όπως και σήμερα, αρκετοί άνθρωποι δυσκολεύονται αντικειμενικά να πληρώσουν την ψυχοθεραπεία.
Δεν έχουν επαρκείς πόρους και, πράγματι, δεν μπορούν να στηρίξουν αυτό το κατά τα’ άλλα επιθυμητό για τους ίδιους εγχείρημα.
Η συντριπτική όμως πλειοψηφία που ζητάει ψυχοθεραπεία μπαίνει στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή με λανθάνοντα, δηλαδή ασαφή, ανεπίγνωστα, κι αξεκαθάριστα αιτήματα.
Επειδή αυτά τα αιτήματα εμπλέκονται άμεσα –στις περισσότερες περιπτώσεις- με τις προσωπικές ψυχικές και διαπροσωπικές δυσκολίες των υποψηφίων προς ψυχοθεραπεία, συχνά παρεμβαίνουν ασυνείδητα και στον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν και διαχειρίζονται την προθυμία και την διαθεσιμότητά τους να πληρώσουν το κόστος της ψυχοθεραπείας.
Στην πραγματικότητα, όταν διαπραγματεύονται -μέσα τους, ή ανοιχτά με τον θεραπευτή- το κόστος, το αν δέχονται ή όχι να πληρώσουν την ακυρωμένη συνεδρία, αγγίζουν έμμεσα κι ασυνείδητα την αμφιθυμία τους να θεραπευτούν.
Κάθε αλλαγή και εσωτερική μετακίνηση προϋποθέτει κόστος. Κόστος κυρίως ενεργειακό και ψυχικό.
Αυτό είναι που αρνείται, ή διστάζει να καταβάλλει ο υποψήφιος θεραπευόμενος, όταν έχει την ανάγκη να διαπραγματευτεί εσωτερικά και εξωτερικά το κόστος της θεραπείας του, αλλά και τους κανόνες σχετικά με την ακύρωση των συνεδριών.
Μόνο που αυτό δεν το γνωρίζει. Επειδή όμως δεν το γνωρίζει, γι’ αυτό έρχεται στην θεραπεία: για να το μάθει.
Γι’ αυτό έρχεται να «θεραπευτεί» από τα ανεπίγνωστά του τραύματα. Για να δει αυτό που φοβάται να δει.
Αυτήν του όμως την αμφιθυμία ο αρχάριος θεραπευόμενος είναι σε θέση να την εντοπίσει μόνο στο επίπεδο του χρηματικού κόστους, που είναι απτό, ορατό, κι εύκολα εντοπίσιμο.
Προφασιζόμενος συνήθως –όχι στον θεραπευτή, αλλά κυρίως- στον εαυτό του την αντικειμενική του δυσκολία, ή την ολοκληρωτική αδυναμία του να ανταπεξέλθει στο κόστος της θεραπείας, ή την οργή του για τους κανόνες σχετικά με τις ακυρώσεις, αρνείται ασυνείδητα να σηκώσει την ευθύνη της σκιερής αμφιθυμίας, του φόβου, της άρνησής του να εμπλακεί σε μια διαδικασία που στοχεύει να τον μετατοπίσει ψυχικά, τόσο τον ίδιο προσωπικά, αλλά και τις κοντινές του σχέσεις.
Όταν ζητάει να «πληρώσει λιγότερο», ή να μην πληρώσει αν και ακύρωσε άκαιρα την συνεδρία του, είναι σαν να λέει πως λιγότερο θα ήθελε να του κοστίσει ενδοψυχικά η βελτίωση και οι αλλαγές που –κατά τ’ άλλα- θα ήθελε να συμβούν στην ζωή του.
Λιγότερο ας χρειαστεί να μετακινηθεί στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Ζητάει, αν είναι δυνατόν, λιγότερο να φοβηθεί, λιγότερο να «πονέσει», καθώς καλείται να ωριμάσει ψυχικά κι αυτογνωστικά.
Αν είχε επίγνωση των παραπάνω ασυνείδητων εσωτερικών του διεργασιών, είμαι σίγουρος πως εντελώς διαφορετικά θα αντιμετώπιζε και την εντός του διαχείριση του κόστους της ψυχοθεραπείας.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα έμπαινε με άλλες προϋποθέσεις, και το οικονομικό ζήτημα θα γινόταν ενσυνείδητα πια έναυσμα συζήτησης των σημαινομένων. Των αληθινών δηλαδή αμφιθυμιών, επιθυμιών, και διλημμάτων του πριν ξεκινήσει το ψυχοθεραπευτικό του ταξίδι.
Εγώ προσωπικά ως θεραπευτής θέτω απ την αρχή της διαδικασίας ένα σαφές πλαίσιο κανόνων που περιλαμβάνουν και τις ακυρώσεις. Μόνο στην περίπτωση που αυτό το πλαίσιο γίνει δεκτό από τον υποψήφιο θεραπευόμενο ξεκινάει η ψυχοθεραπεία.
Για τους παραπάνω λόγους, πιστεύω πως ο θεραπευόμενος πρέπει να καταβάλει το κόστος της ακυρωμένης συνεδρίας εφόσον δεν συντρέχει σοβαρός λόγος υγείας που του απαγόρευσε να είναι ως όφειλε παρών, και εφόσον δεν με ενημέρωσε το αργότερο 24 ώρες πριν το ραντεβού μας.
Ένα παράδειγμα:
Είχε ολοκληρωθεί η πρώτη μας συνεδρία.
Ο μεσήλικας υποψήφιος για ψυχοθεραπεία έμοιαζε σκεφτικός να επεξεργάζεται την ανατροφοδότηση που του έδωσα σχετικά με τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ μας σ’ αυτήν την πρώτη συνάντηση.
Σχεδόν στο κλείσιμο της συνάντησης, τον ενημέρωσα, ανάμεσα στα άλλα:
– Εάν σας ενδιαφέρει σοβαρά το ενδεχόμενο να εργαστείτε με τον εαυτό σας και να πάρετε στα σοβαρά τα θέματα που σας απασχολούν, θα χρειαστεί να δεσμευτείτε στην αυτογνωστική σας εργασία με τους όρους που σας προανέφερα για τουλάχιστον ένα ημερολογιακό έτος.
Στην συνέχεια, κι εφόσον η συνεργασία μας προχωρεί εποικοδομητικά, ίσως ανοίξει για σας το ενδεχόμενο της ομαδικής θεραπείας…
– Ααα! Ξέρετε, δεν μου αρέσουν οι δεσμεύσεις…
……………………………………..
Αρκέστηκα στο να του εξηγήσω εν συντομία για ποιους λόγους είναι σημαντική η προσωπική δέσμευση στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Καθώς σηκώθηκε για να φύγει, μου είπε πως θα θελε να το σκεφτεί καλύτερα.
Προφασίστηκε πως το οικονομικό θα επηρέαζε την απόφασή του για το εάν θα ξεκινήσει την διαδικασία, ή θα την αναβάλει.
Πολύ πρόθυμα συμφώνησα πως χρειάζεται πράγματι να το σκεφτεί καλύτερα, και του έδωσα την συγκατάθεσή μου σ’ αυτό.
Επειδή θεωρώ πολύ σοβαρή υπόθεση την ψυχοθεραπεία, και ολόψυχα δεσμεύομαι στο να βοηθώ ανθρώπους, δεν είμαι διαθέσιμος να εργαστώ ψυχοθεραπευτικά με ανθρώπους που δεν παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους, και την ψυχοθεραπευτική εργασία.
Που αρνούνται στοιχειωδώς να δεσμευτούν. Μάταιος ο κόπος να κυνηγάς κάποιον που ακόμα δεν θέλει να πάρει την ευθύνη του.
Που δεν έχει κατανοήσει την αξία και την λειτουργία του κόστους που ενέχεται στην ευθύνη. Σε καμιά περίπτωση η ανάγκη για δέσμευση δεν είναι κάτι που επιτάσσεται απ’ έξω. Δεν είναι μια επιταγή που πρέπει να επιβληθεί από τον μεσάζοντα ψυχοθεραπευτή, λες και είναι δική του επιθυμία.
Η ανάγκη του υποψήφιου της ψυχοθεραπείας για δέσμευση είναι ακριβώς αυτό:
Δική του ανάγκη, ανάλογη σε ένταση, διάρκεια και βαρύτητα με την επιθυμία του να προχωρήσει σταθερά και δυναμικά στη ζωή του, στην αποκάλυψη των δυνατοτήτων του.
Είναι η απροϋπόθετη επιλογή αυτού που θέλει ενήλικα να πειθαρχήσει, επειδή φλέγεται από την επιθυμία να μάθει να κινείται ελεύθερος.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν ο θεραπευόμενος ακυρώσει μια συνεδρία, οφείλει να την πληρώσει. Για να δείξει έμπρακτα πρώτα στον εαυτό του την επιθυμία του να είναι κατ’ επιλογήν μέλος αυτής της διαδικασίας.
Για να πεισθεί ό ίδιος πως η απόφασή του να θεραπευτεί είναι βασική του προτεραιότητα, αναλαμβάνοντας αβίαστα το κόστος της.
Δεσμευόμενος, δεν κάνει την χάρη σε κανέναν άλλον, παρά αποκλειστικά στον εαυτό του.
Πηγή: https://www.psychology.gr/sto-ntivani/2715-amoivi-psychologou-kai-akyrosi-synedrias.html